ἀναβαθμῶν

ἀναβαθμῶν
ἀναβαθμός
flight of steps
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσκύρια — Δεκαπέντε ψαλμοί του Δαβίδ, γνωστοί και ως Ωδαί των αναβαθμών, γιατί τους έψαλλαν οι Εβραίοι στα 15 σκαλοπάτια (αναβαθμοί) που βρίσκονται στην αυλή του ναού της Ιερουσαλήμ. Οι ψαλμοί αυτοί λέγονταν Π. επειδή συχνά επαναλαμβάνεται σε αυτούς η… …   Dictionary of Greek

  • Ψαλμοί — Ποιητικές συνθέσεις που αποτελούν το Ψαλτήριο και στις οποίες η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης εκφράζεται υπό μορφή προσευχής. Ο χριστιανισμός άντλησε ευρύτατα από τους Ψ. στοιχεία για τις προσευχές. Η κριτική (Χέρμαν Γκούνκελ) διακρίνει… …   Dictionary of Greek

  • Psalm 130 — (Vulgata: 129) wird oft nach seinem Anfang „Aus der Tiefe rufe ich, Herr, zu Dir“ in der lateinischen Form De profundis benannt. Er wird auch Der sechste Bußpsalm genannt, gehört zu den traditionellen Totengebeten der katholischen Kirche und wird …   Deutsch Wikipedia

  • Песнь восхождения — (ивр. שִׁיר הַמַּעֲלוֹת‎),  общее надписание, которое в синодальном переводе Библии имеют псалмы 119 133 из книги Псалтирь (в масоретской нумерации  псалмы 120 134). Следует отметить, что 120 псалом в оригинале имеет чуть изменённое… …   Википедия

  • PROSCYRIA — Προσκύρια, Graecis dicuntur Psalmi XV. quos alias ἀδας τȏυ ἀναβαθμῶν, Latini Psalmos Graduum, seu Graduales, appellant; quorum primus CXX. ultimus CXXXIV. Nomen a primo, cuius initium, Πρὸς Κύριον, εν τῷ θλίβεςθαί με ἔκραξα, Ad Dominum, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρόσσαι — κρόσσαι, αἱ (Α) 1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.) 2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι»,… …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… …   Dictionary of Greek

  • АГСАВАЛИ — [груз. აღსავალი ступень], груз. богослужебный певч. термин. 1. То же, что и антифон на литургии, а также степенны на утрене. Происхождение термина связано с древним надписанием Пс 119 133 (в Септуагинте ̓Ωιδὴ τῶν ἀναβαθμῶν; груз. გალობანი… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”